υπόφυση

υπόφυση
(Ανατ.). Σύνθετος νευροενδοκρινής αδένας με πολλαπλές λειτουργίες. Η υ. βρίσκεται σε μια οστέινη κοιλότητα στη βάση του κρανίου, το τουρκικό εφίππιο, και χωρίζεται από την κρανιακή κοιλότητα με μια μεμβράνη της σκληράς μήνιγγος (μήνιγγες). Είναι μια απόφυση μισχωτή, που φυτρώνει από το έδαφος της τρίτης κοιλίας του εγκέφαλου και έχει άμεση νευρική σύνδεση με τον υποθάλαμο. Το βάρος της είναι κατά μέσον όρο, 0,50 γρ.· ανατομικά διακρίνεται σε πρόσθιο λοβό, την αδενοϋπόφυση, και σε οπίσθιο λοβό, τη νευροϋπόφυση. Στο μικροσκόπιο η αδενοϋπόφυση παρουσιάζεται αποτελούμενη από δοκίδες κυττάρων διαφόρων τύπων, που βρίσκονται σε στενή επαφή με διευρυμένα τριχοειδή, όπως και σε άλλους ενδοκρινείς αδένες· η νευροϋπόφυση, αντίθετα, αποτελείται από νευρικές ίνες και νευρογλοιακά κύτταρα ειδικού τύπου. Αν και είναι πολύ μικρή, η υ. εκτελεί σπουδαιότατες λειτουργίες με την έκκριση πολυάριθμων ορμονών, που ρυθμίζουν μερικούς τομείς του μεταβολισμού, προωθούν τη δραστηριότητα άλλων ενδοκρινών αδένων ή δρουν απευθείας σε μερικά όργανα ή συστήματα. Η υ. συνδέεται, εξάλλου, στενά με τη βοήθεια της νευρικής και ορμονικής οδού, με τα κέντρα του υποθάλαμου και με το ενδιάμεσό τους, με τα ανώτερα κέντρα του εγκέφαλου· οι συνδέσεις αυτές δικαιολογούν τις φυσιολογικές και παθολογικές σχέσεις μεταξύ νευρικού και ενδοκρινικού συστήματος. Σήμερα πιστεύεται ότι μερικές ορμόνες, που εξάγονταν από τη νευροϋπόφυση και θεωρούνται συνεπώς ως τώρα ως εκκρινόμενες από αυτό το τμήμα του αδένα, στην πραγματικότητα παράγονται στον υποθάλαμο και από εκεί περνούν στην υ. Εκτός από μερικές ουσίες που δεν έχουν καθοριστεί ακόμα καλά και άλλες των οποίων η ύπαρξη είναι αβέβαιη, στην υ. παράγονται οι εξής ορμόνες: σωματότροπος, θυρεοειδοτρόπος, φλοιοτρόπος, γοναδοτρόποι (θυλακινοτρόπος και ωχρινοτρόπος), προλακτίνη, οξυτοκίνη, αντιδιουρητίνη και μελανοτροπίνη. Η παθολογική κατάσταση που παρατηρείται στα ζώα με την πειραματική αφαίρεση της υ. φανερώνει τη σπουδαιότητα των λειτουργιών του αδένα. Η αφαίρεση του οπίσθιου μόνο λοβού, π.χ., προκαλεί τον άποιο διαβήτη, η αφαίρεση ολόκληρου του αδένα, αντίθετα, προκαλεί αναστολή της ανάπτυξης, ατροφία του θυρεοειδούς, των επινεφριδίων και των γεννητικών αδένων, ατροφία του ήπατος, του σπλήνα και των νεφρών, με επακόλουθο την ελάττωση του βασικού μεταβολισμού, ανορεξία, υπογλυκαιμία, ελάττωση των εφεδρικών υδατανθράκων και πρωτεϊνών, μειωμένη αντίσταση στις λοιμώξεις και σε άλλες μορφές stress. Παρόμοια κλινική εικόνα, που ονομάζεται νόσος του Σίμοντς, συναντάται και στην παθολογία του ανθρώπου, όταν ο αδένας καταστρέφεται από κάποια παθολογική διεργασία. Σε ανεπαρκή λειτουργία της υ. οφείλονται μερικές περιπτώσεις νανισμού. Η παθολογία του αδένα περιλαμβάνει επίσης καταστάσεις μερικής ανεπάρκειας, καθώς και ολικής ή μερικής υπερλειτουργίας: η τελευταία αυτή οφείλεται συνήθως σε καλοήθεις όγκους. Σε ολική υπερλειτουργία οφείλονται μερικές περιπτώσεις γιγαντισμού και πολλές περιπτώσεις, ακρομεγαλίας· σε υπερλειτουργία μιας αδενοτρόπου λειτουργίας οφείλονται περιπτώσεις υπερθυρεοειδισμού και νόσου του Κούσινγκ και πρόωρης ήβης. Πάνω αριστερά, εικονίζεται η θέση της υπόφυσης (μέσα στο τετράγωνο) σε σχέση με τον εγκέφαλο (1), τον προμήκη μυελό (2) και την παρεγκεφαλίδα (3). Στο σχέδιο πάνω εικονίζονται το αγγειακό δίκτυο του αδένα και οι συνδέσεις του με το υποθάλαμο. Αντίθετα με τη νευροϋπόφυση ή οπίσθιο λοβό της υπόφυσης, που έχει άφθονα νεύρα, η αδενοϋπόφυση ή πρόσθιος λοβός έχει ελάχιστα.
* * *
η / ὑπόφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ
παραφυάδα
νεοελλ.
(ανατ.-φυσιολ.) ενδοκρινής αδένας που είναι ένα νευροαδενικό όργανο, μεγέθους φουντουκιού, το οποίο βρίσκεται στην κρανιακή κοιλότητα, κάτω από τον υποθάλαμο τού εγκεφάλου, μέσα στο τουρκικό εφίππιο τής βάσης τού κρανίου και παίζει σημαντικό ρόλο σε μεγάλο αριθμό λειτουργιών τού οργανισμού, αλλ. μυξαδένας
αρχ.
1. η αποκάτω αύξηση
2. ανατ. μικρή εξοχή οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποφύω, -ομαι. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. hypophysis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπόφυση — η 1. ενδοκρινής αδένας στη βάση του εγκεφάλου, που παράγει μία ορμόνη ανάπτυξης, άλλη που αυξάνει το ποσοστό της γλυκόζης στο αίμα και προπαντός τροπίνες που επενεργούν στους άλλους ενδοκρινείς αδένες. 2. παραφυάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • υποφυσιακός — και υποφυσεϊκός, ή, ό, Ν [υπόφυση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόφυση («υποφυσιακή χοάνη») 2. φρ. «υποφυσιακή ανεπάρκεια» βιολ. ανεπάρκεια τής έκκρισης τής υπόφυσης …   Dictionary of Greek

  • ακρομεγαλία — Ασθένεια που οφείλεται σε υπερβολική έκκριση σωματοτρόπου ορμόνης από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης και χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου σε όλους τους ιστούς, τους μυς, τα οστά κλπ., ιδιαίτερα όμως στα ακραία τμήματα των χεριών, των ποδιών και …   Dictionary of Greek

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… …   Dictionary of Greek

  • αδενο- — και αδεν α΄ συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το ουσ. ἀδήν ένος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίθετα προς την αρχ. Ελληνική, όπου το ἀδενο ως α΄ συνθ. δεν παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγικότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”